Αναμφίβολα η φαντασία και η διάθεση, συνδυαζόμενες με την κατάλληλη εμπειρία, μπορεί να οδηγήσουν στη δημιουργία γευσιγνωστικών αριστουργημάτων, σε καμιά όμως περίπτωση δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η γευστική απόλαυση δεν πρέπει να έχει αρνητικές συνέπειες για την υγεία μας. Και αρνητική συνέπεια δεν είναι μόνο η αύξηση του σωματικού βάρους, η οποία, αν και ανεπιθύμητη, δεν είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να μας συμβεί. Αντίθετα, η μακροχρόνια πρόσληψη βλαβερών ουσιών από τον οργανισμό μας μας προδιαθέτει για πλήθος ασθενειών, από τις πιο απλές μέχρι τις πιο επικίνδυνες.
Είναι γενική η πεποίθηση ότι όσο νοστιμότερο είναι το φαγητό, τόσο είναι και πιο επικίνδυνο. Αυτό δεν απέχει πολύ από την αλήθεια, αφού κατά κανόνα τα βαριά κρέατα και τα λίπη είναι περίφημα για τη νοστιμιά που δίνουν στα πιάτα. Είναι όμως λάθος να πιστεύουμε ότι η χρήση ανθυγιεινών συστατικών είναι ο μόνος τρόπος για να δημιουργήσουμε πιάτα έξοχης νοστιμιάς. Αντίθετα, με τη σωστή επιλογή των συστατικών όχι μόνο μπορούμε να αποφύγουμε τις βλαβερές συνέπειες, αλλά και να διαφυλάξουμε την υγεία μας, ενδυναμώνοντας το ανοσοποιητικό μας σύστημα, που, μαζί με κάποιες άλλες υγιεινές συνήθειες, όπως π.χ. τη σωματική άσκηση, είναι και ο μόνος τρόπος εφαρμογής της σωστής προληπτικής ιατρικής.
Δεν είναι βέβαια ούτε ο κατάλληλος τόπος, ούτε ο χώρος επαρκεί, για να αναπτυχθεί σε βάθος ένα τόσο σημαντικό θέμα. Αξίζει όμως να τονισθεί ότι, για όποιον ασχοληθεί λιγάκι με τον εαυτό του κάτω από τούτο το πρίσμα, το όφελος θα είναι τεράστιο. Ας μη λησμονούμε άλλωστε ότι η περίφημη μεσογειακή μας διατροφή αποτελεί έξοχο οδηγό υγιεινής διατροφής, που τείνει να κατακτήσει ολόκληρο το δυτικό κόσμο. Εδώ αναφέρονται απλά κάποιες γενικές αρχές, που τηρήθηκαν στη σύνταξη του άρθρου τούτου.
Το πρώτο σημείο αφορά τις ζωικές τροφές, που καλό θα ήταν να τις αποφεύγουμε τελείως. Αν πρέπει πάντως να τις κατατάξουμε, από τα κρέατα το χοιρινό είναι το περισσότερο επιβαρυντικό και το κοτόπουλο το λιγότερο. Τα ψάρια και τα θαλασσινά (όχι πάντα και όχι όλα) ακόμη λιγότερο.
Το δεύτερο σχετικό σημείο είναι η κατανάλωση λιπών. Είναι γνωστό ότι τα μονο-ακόρεστα λίπη και μόνο είναι τα λιγότερα επικίνδυνα για τον οργανισμό. Και τέτοια είναι κατ' αρχήν το ελαιόλαδο και το σησαμέλαιο, που αφομοιώνονται τελείως από τον οργανισμό, ενώ τα ζωικά λίπη και τα βούτυρα πρέπει να αποφεύγονται, όπως και τα κάθε είδους σπορέλαια. Το καλό παρθένο ελαιόλαδο μπορεί να υποκαταστήσει οποιοδήποτε άλλο σχετικό συστατικό περιέχουν οι εκάστοτε συνταγές. Βέβαια και αυτού η κατανάλωση πρέπει να γίνεται με μέτρο, όπως και κάθε λιπαρής ουσίας. Οπου μπορεί να υποκατασταθεί από κάτι πιο ελαφρύ, π.χ. από σόγια σος σε σαλάτες ή από άλλα προϊόντα σόγιας, πρέπει να επιδιώκεται.
Ένα τρίτο σημείο τέλος είναι η χρήση μπαχαρικών και μυρωδικών, καθώς και λαχανικών που τα βρίσκουμε σε άπειρες ποικιλίες γεύσεων και μπορούμε να δημιουργήσουμε με αυτά όποιο «γευστικό αριστούργημα» μας κατέβει. Τα πιο πολλά ιιπαχαρικά είναι αβλαβή — ακόμη και τα καυτερά, που στο κάτω-κάτω μόνο τοπική υπεραιμία μπορούν να προκαλέσουν με τον ερεθισμό τους και τίποτε παραπάνω. Εκτός λοιπόν από ειδικές περιπτώσεις, όταν δηλ. ο γιατρός μάς έχει συστήσει να τα αποφεύγουμε, χρησιμοποιούμε άφοβα τα μπαχαρικά στη μαγειρική μας.
Τελειώνουμε την υγιεινολογική πολυλογία με ένα παράδειγμα της πιο υγιεινής και αθώας σάλτσας μακαρονάδας:
Σιγοβράζουμε στο τηγάνι με ελάχιστο νερό όποιο συνδυασμό από φρέσκα λαχανικά ή χορταρικά διαθέτουμε: τομάτα, κρεμμύδι, σκόρδο, πιπεριές, κολοκυθάκια, μανιτάρια κτλ. μαζί με μυρωδικά, π.χ. μαϊντανό, άνηθο και σέλινο. Προσθέτουμε σόγια σος αντί για αλάτι και όποιο συνδυασμό μπαχαρικών τραβάει η όρεξη και η γευστική μας αντίληψη, όπως πιπέρι, μαύρο, άσπρο ή πράσινο, κόλιαντρο, κύμινο κ.ά. ων ουκ έστι αριθμός. Μόλις βράσουν καλά, χωρίς εννοείται να παραβράσουν, τα βγάζουμε από τη φωτιά και ρίχνουμε μια μικρή ποσότητα από ωμό παρθένο ελαιόλαδο, που θα παραμείνει ωμό αλλά και τελείως γευστικό όταν θα αναμιχθεί με τα μακαρόνια μας.